- ταμιακός
- η , ό[ν]1) кассовый; относящийся к кассе; 2) принадлежащий казне; 3) казначейский; относящийся к казначею
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταμιακός — και ταμειακός, ή, ό / ταμιακός και ταμειακός, ή, όν, ΝΜΑ [ταμίας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταμείο νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταμία και στο ταμείο («ταμειακές δυσχέρειες») 2. φρ. «ταμιακή μηχανή» καταγραφική και… … Dictionary of Greek
ταμιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταμία ή τους υφισταμένους του: Ταμιακές προαγωγές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταμιακά — ταμιακός of neut nom/voc/acc pl ταμιακά̱ , ταμιακός of fem nom/voc/acc dual ταμιακά̱ , ταμιακός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιακῶν — ταμιακός of fem gen pl ταμιακός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιακαῖς — ταμιακός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιακοί — ταμιακός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμειακός — ή, όν, ΜΑ βλ. ταμιακός … Dictionary of Greek
ταμιακάς — ταμιακά̱ς , ταμιακός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)